- γναθικός
- -ή, -όο γναθιαίος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γναθικός — ή, ό [γνάθος] 1. ο σχετικός με το γνάθιο 2. ο σχετικός με τη γνάθο 3. φρ. «γναθικό πόδι», «γναθικός πους» ονομασία για τα τρία πρώτα ζευγάρια τών θωρακικών ποδιών τών Καρκινοειδών, με τα οποία πιάνουν την τροφή και τή μεταφέρουν στο στόμα … Dictionary of Greek
Сростноглоточные — (лат. Pharyngognathi, от лат. Pharynx глотка и греч. γναθικός челюстной) подотряд костистых рыб (Teleostei), отличающийся тем, что нижнеглоточные кости срастаются или тесно соединены между собой. Сюда относятся несколько семейств… … Википедия
κροταφογναθικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στον κρόταφο και στη γνάθο («κροταφογναθική άρθρωση» η άρθρωση που συνδέει τον κόνδυλο τής κάτω γνάθου με την κροταφική γλήνη τού κροταφικού οστού). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + γναθικός. Απόδοση στην… … Dictionary of Greek